- λεπτομεριμνία
- λεπτομεριμν-ία, ἡ,A attention to trifles, Corn.ND18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτομεριμνία — λεπτομεριμνία, ἡ (Α) [λεπτομέριμνος] προσοχή ή μέριμνα για μικρά, μηδαμινά πράγματα … Dictionary of Greek
λεπτομεριμνίας — λεπτομεριμνίᾱς , λεπτομεριμνία attention to trifles fem acc pl λεπτομεριμνίᾱς , λεπτομεριμνία attention to trifles fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)